θιγμοναστία

θιγμοναστία
η
(θιολ.) κίνηση ενός φυτικού οργάνου, π.χ. οι κάμψεις των ελίκων τού αμπελιού, ως απόκριση σε μηχανικό ερέθισμα που προέρχεται από την επαφή με στερεό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. thigmonastie < thigmo- (πρβλ. θίγμα) + -nastie (πρβλ. -ναστία < ναστός «συμπιεσμένος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”